μικρόστομος

μικρόστομος
μικρόστομος
with a small mouth
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρόστομος — η, ο (Α μικρόστομος, ον) αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων τής οικογένειας τών μικροστομιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμα (πρβλ. μεγαλό… …   Dictionary of Greek

  • μικρόστομον — μικρόστομος with a small mouth masc/fem acc sg μικρόστομος with a small mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροστόμους — μικρόστομος with a small mouth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόστομα — μικρόστομος with a small mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροστόμιος — μικροστόμιος, ον (Α) μικρόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμιος (< στόμος), πρβλ. περι στόμιος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόστομο — το ζωολ. βλ. μικρόστομος …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”